Κυριαρχία
Υπάρχει ένα comic που εκδόθηκε πριν χρόνια κι από τότε το ξεχώρισα ως ένα από τα αγαπημένα μου. Λεγόταν "Spiderman: Reign".
Στη συγκεκριμένη ιστορία, ο Spider-man έχει πλέον γεράσει και είναι ένας ηλικωμένος παππούλης που έχει αφήσει πίσω εντελώς τη μάσκα του, τη στολή του και οτιδήποτε άλλο τον αναδείκνυε σε ήρωα.
Ταυτόχρονα, η πόλη του και η παγκόσμια κοινότητα γενικότερα έχουν απαγορεύσει το να φοράει κάποιος μάσκα. Είναι κάτι παράνομο. Όπως και το να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών.
Οι μόνοι που επιτρέπεται να φορούν μάσκα είναι οι ίδιοι οι αστυνομικοί - αν και μάλλον "αντιτρομοκρατικοί" θα έπρεπε να τους πούμε. Οι μάσκες απαγορεύτηκαν για να είναι ήσυχοι οι πολίτες πως είναι ασφαλείς.
Μία παρέα παιδιών προσπαθεί να φέρει την αλλαγή, να μην φοβάται ο κόσμος πια με τόση αστυνόμευση τριγύρω αλλά δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο.
Όταν ένα από τα παιδιά συλλαμβάνεται από την αστυνομία, ένα άλλο παιδί, από τους επαναστάτες, απευθύνεται στον παππούλη - χωρίς να ξέρει ποιος είναι - και τον κατηγορεί λέγοντάς του "Πώς μπόρεσες να τους αφήσεις να τον πάρουν; Δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω για να μας βοηθήσει. Κανείς για να μας σώσει. Κανείς".
Η κατάσταση έχει χειροτερέψει τόσο που ακόμη κι ο δημοσιογράφος που για χρόνια ολόκληρα έγραφε τα χειρότερα πράγματα για τον Spiderman, τώρα αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθειά του. Γέρος κι αυτός. Κι αδύναμος... Έστω κι αργά συνειδητοποίησε το λάθος που έκανε τόσα χρόνια...
Φεύγοντας αφήνει στον Peter τη μαύρη στολή του Spiderman που ο ίδιος είχε κρατήσει.
Βγαίνοντας από το κτίριο, ο δημοσιογράφος αρχίζει να στρέφεται φραστικά εναντίον της αστυνόμευσης και της έλλειψης ελευθερίας. Τότε η αστυνομία αρχίζει να τον απειλεί και να τον χτυπάει. Κι όταν τελικά βλέπει τον Spiderman ντυμμένο τη μαύρη του μάσκα, αναφωνεί:
Διώξαμε το είδος σας από αυτή την πόλη πριν πολύ καιρό!
Ύστερα από λίγο και κάποιος άλλος μασκοφόρος παππούς προσπαθεί να κάνει το διαφορετικό, να προβάλλει αντίσταση σε όλο αυτό το κίνημα που τους εξαθλιώνει στην πραγματικότητα παρά τους κρατάει ασφαλείς. Μα όταν οι μπαταρίες του ραδιοφώνου τελειώνουν, η αστυνομία ξεκινάει το έργο της καταστολής και της πάταξης της αντίστασης. Και ο δημοσιογράφος αναγκάζει τα παιδιά, τους επαναστάτες, να δουν την ωμή πραγματικότητα.
Κι όταν έρχεται η ανάγκη, οι αστυνομικοί δεν αργούν να σκοτώσουν ακόμη και ένα παιδί. Αν κι αυτοί που πραγματικά το σκοτώνουν δεν είναι όντως αστυνομικοί αλλά μάλλον μια επιλεγμένη ομάδα - παλαιότερα κακών - υπερηρώων που πλέον έχουν ως μόνο σκοπό την καταστολή της αντίστασης με κάθε μέσο.
Τελικά, από την ομάδα αυτή δε γλιτώνει ούτε ο Spiderman. Μα όταν κινδυνεύει να χάσει τα πάντα, ένας άλλος - παλαιότερα - κακός εμφανίζεται και τον σώζει. Δείχνοντας έτσι πως όταν έρχεται η ώρα, ακόμη κι από κακούς ανθρώπους, η τάξη θα αποκατασταθεί σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Τελικά ο Spiderman καταλήγει στο νεκροταφείο, δίπλα στους τάφους των αγαπημένων του συγγενών. Της θείας του, του θείου του και της γυναίκας του. Ο θείος του ήταν που του είχε πει πως "Με τη μεγάλη δύναμη έρχεται και μεγάλη ευθύνη". Τώρα όμως αναγκάζεται να παραδεχτεί πως δε μπόρεσε να σώσει κανέναν τους. Ποτέ δεν είχε τη δύναμη. Ποτέ δε μπόρεσε να αντέξει την ευθύνη. Κι απλά αναρωτιέται...
Όταν θα κοίτομαι δίπλα σας, θα μου πείτε γιατί μου είπατε ψέματα;
Κι ύστερα σαν όραμα βλέπει το σώμα της νεκρής του γυναίκας να του λέει αυτό που πάντα του έλεγε παλιότερα πριν πάει να πιάσει τους κακούς της εποχής του.
Εκείνη την τελευταία ημέρα, δε με άφησες να τελειώσω τη φράση μου. Προσπαθούσα να σου πω... Go get them, Tiger.
Τότε είναι που θυμάται πως μαζί με τη γυναίκα του, στο ίδιο φέρετρο έθαψε και τη στολή του, την παλιά κλασική μπλε και κόκκινη στολή του.
Όσο συμβαίνουν αυτά, η ομάδα των παιδιών, όσοι επαναστάτες έμειναν, κλείνονται σε μια εκκλησία και αρχίζουν να χτυπούν τις καμπάνες. Αυτές που αρκεί ο ήχος τους και μόνο για να ενοχλήσει το κακό που έχει απλωθεί στην πόλη. Το κακό που όμως στην πραγματικότητα είναι κι αυτό παγιδευμένο μέσα στο ίδιο κλουβί, όπως κι οι κάτοικοι.
Κι η ώρα της ανόδου του ήρωά μας γεννιέται...
Και το κακό τον αντιλαμβάνεται...
Το κλουβί που προστατεύει την πόλη δε στερεί όμως μόνο τη ζωή των κατοίκων παρά και τη ζωή των πλασμάτων που προσπαθούν να κυκλοφορήσουν ελεύθερα. Όπως το περιστέρι (της ελευθερίας) που καίγεται και πεθαίνει. Άλλωστε...
Το τίμημα της ελευθερίας είναι μικρό. Το μόνο που ζητούν είναι τα φτερά σου. Όμως δε φτιάχτηκαν όλα τα πλάσματα για να πετούν. Κάποια φτιάχτηκαν για να σέρνονται.
Ίσως κάπου εδώ να καταλαβαίνουμε πως τα φτερά που φτιάξαμε μόνοι μας θα χαθούν αργά ή γρήγορα. Όμως τα φτερά που μας δίνει ο Θεός, μέσω των αρετών όπως η ταπείνωση, δε χάνονται ποτέ.
Άλλωστε, αν υπάρχει ένας λόγος να αγαπήσεις κάποιον, αυτός είναι ότι η καρδιά του είναι πιο δυνατή από τις γροθιές του.
Το ξέρω πως με χρειάζεσαι. Κι όταν είναι η ώρα θα είμαστε πάλι μαζί. Γιατί όταν αγαπάς κάποιον όσο αγαπάμε εμείς ο ένας τον άλλον, ούτε ο θάνατος δε μπορεί να μας χωρίσει. Αλλά έχεις δυνάμεις που κανείς άλλος δεν έχει. Κι αυτό σημαίνει πως μπορείς να κάνεις πράγματα που κανείς άλλος δε μπορεί.
Τελικά, το κακό όσο τρομακτικό και να είναι, όσο και αν φαίνεται πως είσαι ο μόνος που κάνει το σωστό, θα φανεί πως δεν ήσουν ο μόνος στρατιώτης στη μάχη. Κι όλα θα τελειώσουν με φωτοχυσία... Όπως πάντα...
Τότε είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς πως ο κόσμος δεν τελείωσε. Κι αν υπάρχει κάτι που μένει στο τέλος, αυτό είναι πως τελικά, η ανθρωπότητα θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία να ξαναπροσπαθήσει.
Κι αν τα κρίνα δεν ζουν το χειμώνα, ένα μέρος τους επιζεί. Και τελικά ο χειμώνας δίνει τη θέση του στην άνοιξη... κι ο ήλιος παίρνει το σπόρο... και τον κάνει και πάλι λουλούδι.
Σχόλια